προεισκρίνουσι

προεισκρίνουσι
προεισκρί̱νουσι , πρό , εἰσ-κρίνω
separate
aor subj act 3rd pl (epic)
προεισκρί̱νουσι , πρό , εἰσ-κρίνω
separate
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
προεισκρί̱νουσι , πρό , εἰσ-κρίνω
separate
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προεισκρίνω — Α 1. εισάγω προηγουμένως («ὁπηνίκα ἂν εὐαγγελίζωνται οἱ ἄγγελοι τὰς στείρας, οἷον προεισκρίνουσι τῆς συλλήψεως τὰς ψυχάς», Κλήμ. Αλ.) 2. μέσ. προεισκρίνομαι προεισέρχομαι* («ἐπεισκρίνεται δὲ ή ψυχὴ καὶ προεισκρίνεται τὸ ἡγεμονικόν», Κλήμ. Αλ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”